ἐξεριστικός
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
ή, όν,
A captious, disputatious, dub. l. in Epicur.Sent.14; cf. ἐξερειστικός.
German (Pape)
[Seite 878] ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.
Greek Monolingual
ἐξεριστικός, -ή, -όν (Α) εξεριστής
αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεριστικός: умеющий (успешно) спорить: δύναμις ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.