ἐπικαμπύλος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A crooked, curved, ἐπικαμπύλος ὤμους = crooked in the shoulders, h.Merc.90; ἐ. κᾶλα Hes.Op.427.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recourbé, voûté.
Étymologie: ἐπί, καμπύλος.
Greek Monotonic
ἐπικαμπύλος: [ῠ], -ον, καμπυλωτός, λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαμπύλος: (ῠ) согнутый, искривленный (κᾶλα Hes. - v. l. ἔπι καμπύλα): γέρων ἐ. ὤμους HH согбенный старик.