ἐπιμάχομαι
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
A fight after, act as a reserve, Ael.Tact.17, Arr.Tact.15.5.
Greek Monolingual
ἐπιμάχομαι (AM)
μσν.
μάχομαι
αρχ.
(για στράτευμα) χρησιμοποιούμαι ως εφεδρεία.