ἐπωνύμιον
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
τό,
A surname, Plu. 2.560e ; ἐ. παιδικόν Id.Pyrrh.I ; = Lat. cognomen, D.H.5.19.
German (Pape)
[Seite 1016] τό, dasselbe, Plut. Pyrrh. 1 u. a. Sp., wie D. Cass. 57, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωνύμιον: τό, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. 5. 19, Πλουτ. Πύρρ. 1., 2. 560F.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ἐπωνυμία.
Étymologie: ἐπώνυμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωνύμιον: τό Plut. = ἐπωνυμία.