ἐποικία
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀποικία, IG9(1).334.1 (in Locr. form ἐπιϝοικία) ; but f.l. for ἀποικία, App.BC2.135. II = ἐποίκιον 1, Gp.10.1.1(pl., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1006] ἡ, Ansiedelung, Kolonie, Sp., wie App. B. C. 2, 135 l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικία: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀποικία, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 135.
English (Slater)
ἐποικία v.
1 ἀποικία (O. 1.24)
Greek Monolingual
η (AM ἐποικία) έποικος
εγκατάσταση νέων αποίκων σε περιοχή που έχει ήδη εγκατασταθεί αποικία
μσν.
αγροτική κατοικία, βίλα.