ἐρυστός
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
ή, όν,
A drawn, κολεῶν ἐρυστὰ..ξίφη S.Aj.730.
German (Pape)
[Seite 1037] gezogen, adj. verb. zu ἐρύω, κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph. Ai. 717.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυστός: -ή, -όν, ἐξειλκυσμένος, κολεῶν ἐρυστά… ξίφη, γυμνὰ ξίφη, Σοφ. Αἴ. 730.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tiré.
Étymologie: adj. verb. de ἐρύω.
Greek Monolingual
ἐρυστός, -ή, -όν (Α)
[[[ερύω]] (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» — γυμνά ξίφη, Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐρυστός: -ή, -όν, αυτός που σύρεται, τραβηχτός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυστός: [adj. verb. к ἐρύομαι извлеченный (κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph.).