ἑλικτήρ

Revision as of 21:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A anything twisted: ear-ring, Ar.Fr.320.14, Lys. 12.19, IG2.747.5.

German (Pape)

[Seite 797] ῆρος, ὁ, jeder gewundene, gedrehte Körper; βοστρύχων, krause Locken, Callistr. 8; Armbinde, Schol.; Ohrgehänge, Poll. 2, 83, wie Lys. 12, 19, χρυσοῖ; vgl. auch Ar. bei Poll. 7, 95.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλικτήρ: ῆρος, ὁ, πᾶν συνεστραμμένον, ἑλικοειδὲς πρᾶγμα· ψέλλιον, ἐνώτιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Λυσίας 121. 44, Πολυδ. Β΄, 83, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

ἑλικτήρ, ο (Α)
1. οτιδήποτε ελικοειδές
2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι.

Russian (Dvoretsky)

ἑλικτήρ: ῆρος ὁ только pl. ушные кольца, серьги Lys., Arph.