ἑτεροπλατής

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροπλᾰτής Medium diacritics: ἑτεροπλατής Low diacritics: ετεροπλατής Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΑΤΗΣ
Transliteration A: heteroplatḗs Transliteration B: heteroplatēs Transliteration C: eteroplatis Beta Code: e(teroplath/s

English (LSJ)

ές,

   A with unequal sides, of beams, Apollod. Poliorc.161.12:

German (Pape)

[Seite 1049] ές, von ungleicher Fläche, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροπλᾰτής: -ές, ἔχων ἄνισον πλάτος, Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.

Greek Monolingual

ἑτεροπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. α-πλατής].