ἐφοδευτικῶς
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A by tracing an argument, advancing to a conclusion, S.E. M.8.308, P.2.142.
German (Pape)
[Seite 1121] bei Sext. Emp. adv. math. 8, 307, οὐ μόνον ἐφοδ., ἀλλὰ καὶ ἐκκαλυπτικῶς ἄγουσιν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ συμπέρασμα, nicht auf künstliche, versteckte Weise. Vgl. ἔφοδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδευτικῶς: ἐπιτροχάδην, ὡς ἐν παρόδῳ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 308.
Greek Monolingual
ἐφοδευτικώς (Α)
επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο εφοδευτικός (< εφοδευτής)].
Russian (Dvoretsky)
ἐφοδευτικῶς: путем умозаключения, в порядке вывода Sext.