ἔπιλλος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ον,
A leering, squinting, Eust.206.29.
German (Pape)
[Seite 958] blinzelnd, schielend, Eust. Il. 643, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπιλλος: -ον, ὁ διάστροφος τοῖς ὄμμασιν, «ἀλλοίθωρος», Λατ. strabo, Εὐστ. 206, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπιλλος· παράστραβος, ἡσυχῇ διάστροφος. παρὰ τοὺς ἰλλούς, οἵ εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί».
Greek Monolingual
ἔπιλλος, -ον (Μ)
αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)].