ἡμίπτωτος

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπτωτος Medium diacritics: ἡμίπτωτος Low diacritics: ημίπτωτος Capitals: ΗΜΙΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: hēmíptōtos Transliteration B: hēmiptōtos Transliteration C: imiptotos Beta Code: h(mi/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πίπτω)

   A half-fallen, Suid. s.v. ἐρείπιον.

German (Pape)

[Seite 1169] halb eingestürzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπτωτος: -ον, (πίπτω) κατὰ τὸ ἥμισυ πεσών, Ἡσύχ, ἐν λ. ἐρείπιον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίπτωτος, -ον)
μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ-πτωτος, ομοιό-πτωτος].