ἰσχνόπους
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A gloss on ταναύποδα, Sch.Od.9.464.
German (Pape)
[Seite 1272] οδος, mit dünnen, schlanken Beinen, Schol. Od. 9, 464.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. ταναύπους.
Greek Monolingual
ἰσχνόπους, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει λεπτές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πούς.