ἱερόδρομος

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόδρομος Medium diacritics: ἱερόδρομος Low diacritics: ιερόδρομος Capitals: ΙΕΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hieródromos Transliteration B: hierodromos Transliteration C: ierodromos Beta Code: i(ero/dromos

English (LSJ)

ον,

   A flowing in a sacred stream, ὕδωρ Epigr.Gr.835b4 (Berytus): poet. ἱρό-, running in sacred races, Philox. 15.

Greek Monolingual

ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες
2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(-ο) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί-δρομος, υψί-δρομος].