ὀλίσθανος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον,
A = ὀλισθηρός : Comp. -ωτέρα Gal.18(2).624 :—also ὀλισθός, Hdn.Gr.1.147.
Greek Monolingual
ὀλισθανος, -ον (Α)
(αμφβλ. τον.) ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ- του ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα -ανος. Αμφίβολη είναι η θέση του τόνου της λ., αν και οι τ. με επίθημα -ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ της θέσης του τόνου στη λήγουσα].