ὀλίσθανος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίσθᾰνος Medium diacritics: ὀλίσθανος Low diacritics: ολίσθανος Capitals: ΟΛΙΣΘΑΝΟΣ
Transliteration A: olísthanos Transliteration B: olisthanos Transliteration C: olisthanos Beta Code: o)li/sqanos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀλισθηρός : Comp. -ωτέρα Gal.18(2).624 :—also ὀλισθός, Hdn.Gr.1.147.

Greek Monolingual

ὀλισθανος, -ον (Α)
(αμφβλ. τον.) ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ- του ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα -ανος. Αμφίβολη είναι η θέση του τόνου της λ., αν και οι τ. με επίθημα -ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ της θέσης του τόνου στη λήγουσα].