ὁμότονος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον,
A having the same tension, with equal force, of fevers, Gal.10.615 ; having equal muscular power in every muscle, Philostr.Gym.36. Adv. -νως, of the pulse, Gal.9.84 ; of traction, Id.13.685. 2 having the same pitch, in Music, Nicom.Harm.11.5 ; τὰ λεγόμενα ὁ. (sc. σημεῖα) Gaud.Harm.21 : neut. sg. ὁ., τό, between βαρύ and ὀξύ, Pl.Phlb. 17c. 3 metaph., equable, τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας M.Ant.1.14, cf. Longin.36.4. 4 Adv. -νως uniformly, φερομένου τοῦ ἡλίου Arist.Pr.911a14. II having the same accent, A.D.Pron.75.16, al., D.H.Comp.11. Adv. -νως, τινι St.Byz.s.v. Παραισός.
German (Pape)
[Seite 340] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμότονος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἔντασιν, ἴσην δύναμιν, Γαλην. 2) ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τόνον ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀρχ. Μουσ.· τὸ ὁμότονον, τόνος μέτριος μεταξὺ τοῦ βαρέος καὶ τοῦ ὀξέος, Πλάτ. Φίληβ. 17C. - Ἐπίρρ. -νως, ὁμοιομόρφως, ὁμοίως, Ἀριστ. Προβλ. 15. 5, 1. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τονισμόν, Γραμμ. -Ἐπίρρ. -νως, τινὶ Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμότονος, -ον)
1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη
2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο
3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό
νεοελλ.
(για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσεις
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μυϊκή δύναμη σε όλους τους μυς
2. μτφ. ομοιόμορφος, όμοιος, ομαλός, ίσος, στρωτός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ όμότονον
μουσ. μέτριος τόνος, ανάμεσα στον βαρύ και τον οξύ.
επίρρ...
ομοτόνως (Α ὁμοτόνως)
1. με την ίδια ένταση, με την ίδια δύναμη («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», Γαλ.)
2. γραμμ. με τον ίδιο τονισμό
3. όμοια, ομοιόμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τονος (< τόνος), πρβλ. ισό-τονος].
Russian (Dvoretsky)
ὁμότονος: звучащий ровно, т. е. среднего напряжения: βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ ὁμότονον Plat. (звучание) низкое, высокое и среднее.