ὑδατικός

Revision as of 17:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν, = sq.,

   A σημεῖον Thphr.Sign. 11,17; πρόσοδος revenue derived from water-rights, PSI2.160.7 (ii A. D.); πόρος Sch.Ar.Pl.521; ἡ ὑ. σφαῖρα the globe of waters, in reference to tidal phases, Nicom. ap. Theol.Ar.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., σημεῖον Θεοφρ. περὶ Πυρ. 1. 17· πόρος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 521.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδατικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδωρ, ὕδατος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό
2. φρ. α) «υδατική κρέμα» — ειδική καλλυντική κρέμα η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο ενυδάτωσης του δέρματος
β) «υδατικές δουλείες»
(νομ.) οι δουλείες υπονόμου, υδραγωγείου, διοχετεύσεως, αποχετεύσεως ή αντλήσεως νερού κ.ά.
γ) «υδατικό δυναμικό»
(φυσιολ.-φυσ.-χημ.) μέτρο της θερμοδυναμικής ενέργειας που είναι διαθέσιμη σε ένα υδατικό διάλυμα για να προκαλέσει τη διέλευση τών μορίων του νερού διά μέσου μιας ημιπερατής μεμβράνης κατά το φαινόμενο της ώσμωσης
δ) «υδατικό ισοζύγιο»
βιολ. η διαφορά μεταξύ του ρυθμού απορρόφησης νερού από ένα φυτό και της υδατικής απώλειας
αρχ.
υδάτινος.