Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Full diacritics: ὁρμῐᾱτόνος | Medium diacritics: ὁρμιατόνος | Low diacritics: ορμιατόνος | Capitals: ΟΡΜΙΑΤΟΝΟΣ |
Transliteration A: hormiatónos | Transliteration B: hormiatonos | Transliteration C: ormiatonos | Beta Code: o(rmiato/nos |
ὁ, (ὁρμιά, τείνω)
A fisherman, E.Hel.1615.
ὁρμιατόνος, ὁ (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί την ορμιά, ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -τόνος (< τείνω)].
ὁρμιᾱτόνος: ὁ рыболов Eur.