ῥύατο
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
A v. ἐρύω (B).
Greek (Liddell-Scott)
ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.
English (Autenrieth)
see ῥύομαι.
Greek Monotonic
ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ῥύατο: (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к ῥύομαι.