ἔκλειγμα
From LSJ
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
English (LSJ)
ατος, τό, A medicine that melts in the mouth, lozenge or jujube, Aret.CA1.5, Dsc.2.158 (pl.), Archig. ap. Orib.8.2.27, Sor.1.123.
German (Pape)
[Seite 766] τό, u. ἐκλεικτόν, τό, eine Arznei, die man aufleckt, im Munde zergehen läßt, Medic.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔλλιγ- Aët.1.138, 8.74
electuario, especie de jarabe Dsc.2.158, Plin.HN 20.161, Archig. en Orib.8.2.27, Aret.CA 1.5.5, Sor.2.22.4, Gal.11.873, Marcell.Emp.16.61.
Greek Monolingual
το (AM ἔκλειγμα)
φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι.