αὖγος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εος, τό, A the morning light, dawn, Hsch.s.v. ἠώς.
Greek (Liddell-Scott)
αὖγος: τό, ἡ αὐγή, Ἰω. Μαλαλᾶς, σ. 123. 12, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἠώς.
Spanish (DGE)
-ους, τό
aurora, amanecer πρὸ τοῦ αὔγους Sisyph.1.3, αὔγους γεναμένου A.Thom.A 27, πρὸ τοῦ αὔγους ἠγέρθη A.Thadd.6, cf. Hsch.s.u. ἠώς.