βαμβακοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A like cotton, v. l. for βομβυκ-, Dsc.3.16.
Spanish (DGE)
-ές semejante al algodón ὑφή Dsc.3.16 (var.).
Greek Monolingual
-ές (Μ βαμβακοειδής, -ές)
όμοιος με βαμβάκι.
Full diacritics: βαμβᾰκοειδής | Medium diacritics: βαμβακοειδής | Low diacritics: βαμβακοειδής | Capitals: ΒΑΜΒΑΚΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: bambakoeidḗs | Transliteration B: bambakoeidēs | Transliteration C: vamvakoeidis | Beta Code: bambakoeidh/s |
ές, A like cotton, v. l. for βομβυκ-, Dsc.3.16.
-ές semejante al algodón ὑφή Dsc.3.16 (var.).
-ές (Μ βαμβακοειδής, -ές)
όμοιος με βαμβάκι.