βαυκίδες
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
αἱ, a kind of A woman's shoes, Ar.Fr.342, Alex.98.7, Herod. 7.58.
German (Pape)
[Seite 439] αἱ, eine Art bequemer Weiberschuhe, Alexis bei Ath. XIII, 568 b.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων πεδίλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 311, Ἄλεξ. Ἰσοστ. 1. 7.
Spanish (DGE)
-ων, αἱ
zapatos de mujer de origen jonio, Ar.Fr.355, Alex.103.7, Herod.7.58, Luc.Lex.10.11, EM 192.17G., Poll.7.94.
• Etimología: Quizá rel. c. βαυκός, βαυκίζω q.uu.
Greek Monolingual
βαυκίδες, αι (Α)
πολυτελή γυναικεία υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαυκός, χωρίς να αποκλείεται μία σχέση με το βαυκαλώ].
Russian (Dvoretsky)
βαυκίδες: αἱ женская обувь Arph.