βοών
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A cow-house, byre, Tab.Heracl.1.139, Phryn.PSp.52 B.
German (Pape)
[Seite 460] ῶνος, ὁ, Rinderstall, B. A. 29.
Greek (Liddell-Scott)
βοών: ώνος, ὁ, σταῦλος βοών, βούσταθμον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2694b. 12., 5774. 1. 139, Φρύν. ἐν Α. Β. 29.