γρυπόομαι
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
Pass., A to become hooked, of the nails, Hp.Prog.17, Alex.Aphr.Pr.2.18, Gal.8.47.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡπόομαι: παθ. , γίνομαι καμπουρωτὸς ἢ καμπύλος, κυρτός· ἐπὶ τῶν ὀνύχων, Ἱππ. Προγν. 42· πρβλ. γρυπαίνω.
Spanish (DGE)
curvarse ὄνυχες Hp.Prog.17, Gal.8.47, Alex.Aphr.Pr.2.18, pero γρυποῦνται δὲ ὄνυχας Hp.Coac.396, cf. Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, Hsch.s.uu. γρυμπάνειν, γρύπτειν, EM 242.9G.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρυπόομαι [γρυπός] krom worden, van nagels. Hp. Prog. 17.