Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
adv.
de Crète.
Étymologie: Κρήτη, -θεν.
Κρήτηθε(ν) (Α)
επίρρ. από την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) (πρβλ. Πίση-θεν, Σπάρτη-θεν)].
Κρήτηθεν: adv. из Крита Hom.
from Crete, Il.