Μέδουσα
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
η (Α Μέδουσα, -ης)
τέρας της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις τρεις Γοργόνες, της οποίας το κεφάλι και ιδίως το βλέμμα είχε απολιθωτική δύναμη εναντίον εκείνου που το αντίκρυζε
νεοελλ.
φρ. «Μέδουσας κεφαλή»
ιατρ. διεύρυνση και οφιοειδής πορεία τών περιομφαλικών φλεβών του κοιλιακού τοιχώματος κατά την κίρρωση του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. ενεστ. του μέδω].
Russian (Dvoretsky)
Μέδουσα: дор. Μέδοισα ἡ [part. praes. к μέδω Медуза (одна из трех сестер Горгон) Hes., Pind. etc.