άγαμαι

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ἄγαμαι (Α)
1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ
2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα
3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα-.
ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι.