άφορος

From LSJ
Revision as of 20:38, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφορος, -ον)
ο δίχως καρπούς ή βλάστηση
αρχ.
1. άγονη, στείρα
2. αυτός που προξενεί ακαρπία
3. αφορολόγητος
4. αφόρητος, ανυπόφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)].