άθεος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄθεος, -ον)
1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη του Θεού
2. αθεόφοβος, ασεβής
νεοελλ.
1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος
αρχ.
1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία
2. που τον εγκατέλειψαν οι θεοί, που δεν έχει τη βοήθεια τών θεών
3. επίρρ. ἀθέως
με τρόπο που επισύρει την οργή τών θεών, ασεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θεός.
ΠΑΡ. αθεΐα
αρχ.
ἀθεότης].