ίβις

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἶβις, -ιος και -εως και -ιδος)
νεοελλ.
γένος πελαγόμορφων πουλιών της οικογένειας theskiornithidae
μσν.-αρχ.
λιμνόβιο ιερό αιγυπτιακό πτηνό στο οποίο αποδίδονταν θεϊκές τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. ελληνική λ. ίβις προήλθε από την αιγυπτιακή hb, hīb. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. ibis < αρχ. ίβις).
ΠΑΡ. αρχ. ιβιών.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιβιοβοσκός, ιβιοπρόσωπος, ιβιοστολιστής, ιβιοτάφος].