ιβιοβοσκός

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

ἰβιοβοσκός, ὁ (Α)
ο φύλακας τών ιερών ίβεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, -ιος + βοσκός.