Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έρομαι

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α)
1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.)
2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι
3. αιτώ, ζητώστρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» — ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας τον Κλεαίνετο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. και επικ. τ. του είρομαι].