αΐδηλος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

ἀίδηλος, -ον (Α)
1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αόρατος, άγνωστος
3. (ως επίθ. του Αδη) σκοτεινός, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. < - στερητ. + ἰδ-εῖν + επίθημα -ηλος. Αρχική σημ. της λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος στην όψη, που δεν βλέπεται», άρα «ο απεχθής», απ’ όπου αργότερα προήλθε η ενεργ. σημ. του «ολέθριος, καταστρεπτικός» και του «αφανισμένος, άφαντος, αόρατος, σκοτεινός»].