αγκαλιά
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
Greek Monolingual
η
1. η αγκάλη (βλ. ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.)
2. σιδερένιο τεμάχιο της στέγης σε σχήμα Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά)
3. (ως επίρρ.) στην αγκαλιά, αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τύπος του αγκάλη με την κατάλ. -ιά (< -εά < -έα), αρχ. σημ. «ό,τι χωράει μια φορά στην αγκάλη», πρβλ. πιρουνιά, ποτισιά, αλωνιά κ.λπ.
ΠΑΡ. αγκαλιάζω].