αδειάζω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ἀδειάζω)
έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ
νεοελλ.
1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω
2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι
3. ερημώνομαι
4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού
5. φρ. «άδειασέ μας τη γωνιά (ή τον τόπο)», φύγε από εδώ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄδεια (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. άδειασμα, αδειαστής, αδειαστικός].