αθέτηση

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

η (Α ἀθέτησις)
ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας
αρχ.
1. παραμέληση, κατάργηση
2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αθετώ.
ΠΑΡ. αθετήσιμος].