αγορανόμος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
ο (Α ἀγορανόμος)
υπάλληλος της αγορανομίας, επιφορτισμένος με την επίβλεψη του καθορισμού και του ελέγχου τών τιμών, καθώς και της ποιότητας τών ειδών προς πώληση
αρχ.
οι αγορανόμοι στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη ήταν αστυνομικοί άρχοντες, αρμόδιοι κυρίως για την εφαρμογή τών σχετικών με την αγορά νόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγορά + -νόμος < νέμω.
ΠΑΡ. αγορανομία, αγορανομικός
αρχ.
ἀγορανόμιον, ἀγορανόμιος, ἀγορανομῶ].