ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
αἰάζω (Α)
1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ
2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός
μσν.
αἰαγμός, αἴασμαι.