αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
-ές (Α αἰθεροειδής)
ο όμοιος με τον αιθέρα, αιθέριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, -έρος + -ειδής < εἶδος.