αιματώ

From LSJ
Revision as of 12:40, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

(I)
(-άω)
(Α αἱματῶ) αἷμα
διψώ για αίμα.
(II)
αἱματῶ (-όω) (Α)
1. αιματώνω, βρέχω με αίμα
2. σφάζω, φονεύω
3. μεταβάλλω (την τροφή) σε αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.
ΠΑΡ. αρχ. αἱμάτωσις.