οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(I)(-άω)(Α αἱματῶ) αἷμαδιψώ για αίμα.(II)αἱματῶ (-όω) (Α)1. αιματώνω, βρέχω με αίμα2. σφάζω, φονεύω3. μεταβάλλω (την τροφή) σε αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.ΠΑΡ. αρχ. αἱμάτωσις.