ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
αἰθεροδινής, -ές (Α)
ο στροβιλιζόμενος στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, -έρος + -δίνης < δινῶ, -έω «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω»].