ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ἀκροθώραξ (-ακος) και ἀκροθώρηξ, ο, η (Α)
αυτός που βρίσκεται σε μέτρια κατάσταση μέθης, ο ελαφρά μεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -θώραξ < θωρήσσω «μεθώ»].