Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
ἀλεείνω (Α)
(επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)
1. αποφεύγω, ξεφεύγω
2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεF-εν-jω (< θ. τών λ. ἀλέα, ἀλέομαι και πρόσφυμα -εν-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και επένθεση].