ακταιωρός

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

ο, η και ακτωρός, ο, η (Α ἀκταίωρος και ἀκτωρός)
φύλακας, φρουρός τών ακτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκταί (ακτή Ι) + -ωρος < ὥρα «φροντίδα, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια». Ο ναυτικός όρος ακταιωρός ή ακτωρίς ναυς ή ακτωρό πλοίο αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coastguard ship.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακταιωρία, ακταιώριο, ακταιωρώ].