αλόη

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].