αμοιβαίος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμοιβαῖος, -ον και -ος, -α, -ον)
αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον
μσν.
αυτός που απαντά όπως στον διάλογο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα
α) οι διάλογοι σε τραγωδία
β) είδος λαϊκού τραγουδιού, του οποίου τα μέλη τραγουδούν δύο πρόσωπα διαδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβή.
ΠΑΡ. (Α) ἀμοιβαίως
νεοελλ.
αμοιβαίως, αμοιβαία, αμοιβαιότητα].