αμυγδαλάτος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

και μυγδαλάτος, -η, -ο (Μ ἀμυγδαλάτος, -η, -ον)
αυτός που έχει μέγεθος αμυγδάλου
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, αμυγδαλωτός
2. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλάτο
το γλύκισμα αμυγδαλωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. –ατος].