αμυγδαλοθραύστης

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

ο
όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + -θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)].