Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
η (Α ἀμυχή)
επιπόλαιο τραύμα του δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα
αρχ.
1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή
2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό
3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν, ἀμυχής, ἀμυχιαῖος, ἀμυχώδης.