αμεταχείριστος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμεταχείριστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον μεταχειρίζεται ή δεν τον μεταχειρίστηκε ακόμη κανείς, αχρησιμοποίητος, ολοκαίνουργιος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον μεταχειριστεί, να τον χρησιμοποιήσει, άχρηστος, δύσχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταχειρίζω, μεταχειρίζομαι].